αναγνωρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
αναγνωρίζω αρχαία ελληνική ἀναγνωρίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αναγνωρίζω
✦ γνωρίζω πάλι κάτι που είναι από πριν γνωστό, το ξαναφέρνω στη μνήμη μου, ξαναθυμάμαι
✦ δέχομαι κάτι ως αληθινό
✦ (νομ.) ομολογώ, επιβεβαιώνω τη γνησιότητα
✦ ενεργώ αναγνώριση (τόπου, περιοχής)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–