αναίσθητος
Προφορά
Ετυμολογία
αναίσθητος αρχαία ελληνική ἀναίσθητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αναίσθητος -η, -ο
✦ αυτός που έχει χάσει τις αισθήσεις του
✦ (μτφ. ) απαθής, αδιάφορος, ασυγκίνητος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ευαίσθητος, αισθαντικός
Επιρρήματα
αναίσθητα (Κ αναισθήτως)