ανήσυχος


ανήσυχος
Προφορά

Ετυμολογία
ανήσυχος μεσαιωνική ελληνική ἀνήσυχος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανήσυχος -η, -ο

✦ ταραγμένος: ανήσυχος ύπνος
✦ φοβισμένος
✦ (για πρόσωπα) πολυάσχολος, ανικανοποίητος, αυτός που αναζητά διαρκώς νέα ενδιαφέροντα: ανήσυχος τύπος

Συνώνυμα

Αντίθετα
ήσυχος, ήρεμος ,εφησυχασμένος
Επιρρήματα
ανήσυχα (Κ ανησύχως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.