ανάπτυξη
Προφορά
Ετυμολογία
ανάπτυξη αρχαία ελληνική ἀνάπτυξις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ανάπτυξη
✦ άνοιγμα, ξετύλιγμα, άπλωμα
✦ αύξηση, μεγάλωμα: η ανάπτυξη του παιδιού
✦ (μτφ. ) προαγωγή, άνοδος του επιπέδου: η ανάπτυξη των επιστημών – η οικονομική ανάπτυξη
✦ ερμηνεία, ανάλυση: ανάπτυξη της θεωρίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
σύμπτυξη, συμμάζεμα
Επιρρήματα
–