ανάγκη


ανάγκη
Προφορά

Ετυμολογία
ανάγκη αρχαία ελληνική ἀνάγκη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ανάγκη

✦ καθετί που επιβάλλεται από τα πράγματα, από τις υπάρχουσες συνθήκες
✦ οικονομική δυσκολία
✦ η αποπάτηση
✦ αρχαία ελληνική γνωμ. ανάγκα και θεοί πείθονται, και οι θεοί υποκύπτουν στην ανάγκη
✦ ως επίρρ. εξ ανάγκης, κατ’ ανάγκην, αναγκαστικά, άσχετα από τις προθέσεις ή διαθέσεις
✦ φρ. εν ανάγκη, δεν είναι δυνατόν να γίνει διαφορετικά – την ανάγκην ποιούμαι φιλοτιμίαν, αυτό που είμαι αναγκασμένος να κάνω, προσποιούμαι ότι το κάνω με δική μου πρωτοβουλία – πράγματα – είδη πρώτης ανάγκης, τα στοιχειωδώς απαραίτητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.