αμόλυβδος


αμόλυβδος
Προφορά

Ετυμολογία
αμόλυβδος ἀ στερητικό + μόλυβδος• μετάφραση των └αγγλ┘unleaded ή nonleaded

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμόλυβδος -η, -ο

✦ που δεν περιέχει μόλυβδο, που δεν έχει κατεργαστεί ή αναμιχτεί με μόλυβδο ή ενώσεις μολύβδου που κατά την καύση παράγουν τοξικούς ρυπαντές: αμόλυβδη βενζίνη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.