αμπέλι
Προφορά
Ετυμολογία
αμπέλι μεσαιωνική ελληνική ἀμπέλιν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αμπέλι
✦ το φυτό άμπελος η οινοφόρος, που καρπός του είναι το σταφύλι: αμπέλι μου πλατύφυλλο και πολυκλαδεμένο (Κ. Κρυστάλλης)
✦ τόπος φυτεμένος με κλήματα, ο αμπελώνας: ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–