αμιγής


αμιγής
Προφορά

Ετυμολογία
αμιγής αρχαία ελληνική ἀμιγής

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμιγής -ής, -ές

✦ που δεν έχει αναμιχθεί με ξένες ουσίες, άμεικτος
✦ καθαρός, γνήσιος, ανόθευτος: η περιοχή κατοικείται από αμιγή ελληνικό πληθυσμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αμιγώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.