αμερόληπτος


αμερόληπτος
Προφορά

Ετυμολογία
αμερόληπτος ἀ στερητικό + μεροληπτώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμερόληπτος -η, -ο

✦ αυτός που δε μεροληπτεί, δε χαρίζεται, δεν παίρνει το μέρος κανενός

Συνώνυμα
δίκαιος, ευθύς, αντικειμενικός
Αντίθετα
άδικος, μεροληπτικός
Επιρρήματα
αμερόληπτα (Κ αμερολήπτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.