αμερικανικός
Προφορά
Ετυμολογία
αμερικανικός Αμερικανός
Ερμηνεία
αμερικανικός
✦ -ή, -ό κ. αμερικάνικος, -η, -ο επίθ. (Κ -ή, -όν) ο χαρακτηριστικός της Αμερικής ή των Αμερικανών, ο προερχόμενος από την Αμερική: αμερικανικός τρόπος ζωής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αμερικάνικα