αλλάζω


αλλάζω
Προφορά

Ετυμολογία
αλλάζω αρχαία ελληνική ἀλλάσσω

Ερμηνεία
ρήμα αλλάζω

✦ μετατρέπω, αλλοιώνω, μεταβάλλω
✦ ανταλλάσσω: αγάπη μου, θυμάσαι την ημέρα που αλλάξαμε τα στέφανα του γάμου; (Κ. Παλαμάς) – σα φιλιά, σαν εκείνα που αλλάζαμε (Κ. Καρυωτάκης)
✦ αντικαθιστώ
✦ (ειδ.) αντικαθιστώ λερωμένα ρούχα με καθαρά
✦ ανταλλάσσω νόμισμα με άλλα, μικρότερης αξίας |(ιατρ.) καθαρίζω τραύμα αντικαθιστώντας τον επίδεσμο
✦ μεταβάλλομαι, γίνομαι αλλιώτικος: έτσι σε μιαν ώρα, μες σ’ αυτήν τη χώρα, όλα αλλάξαν τώρα (Γ. Βιζυηνός)
✦ (αμτβ.) μεταβάλλω χαρακτήρα, συμπεριφορά: αυτή η κοπέλα δεν αλλάζει με τίποτα
✦ (τρίτο πρόσ.) αλλάζει, διαφέρει, υπάρχει διαφορά
✦ φρ. αλλάζω λόγια ή κουβέντες με κάποιον, τσακώνομαι – αλλάζω τα λόγια μου, ανακαλώ όσα είπα – αλλάζω τον αδόξαστο – την πίστη – τα φώτα σε κάποιον, ταλαιπωρώ, βασανίζω κάποιον – αλλάζω φύλλο, αλλάζω τακτική – αλλάζω χέρια, μεταβιβάζομαι, γίνομαι κτήμα άλλου, αποκτώ άλλον ιδιοκτήτη – αλλάζω χαβά – τροπάρι, μεταβάλλω τη στάση μου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.