αλκυόνα
Προφορά
Ετυμολογία
αλκυόνα αρχαία ελληνική ἀλκυών
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αλκυόνα
✦ θαλασσινό πουλί με μεγάλο κεφάλι, μακρύ ράμφος, κοντό λαιμό και μικρά πόδια, που τρέφεται με ψάρια
Συνώνυμα
ψαροφάγος, ψαροπούλι
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–