αλιγάτορας
Προφορά
Ετυμολογία
αλιγάτορας └αγγλ┘alligator
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αλιγάτορας
✦ γένος ερπετών συγγενικών προς τους κροκόδειλους που ζουν στις λίμνες και τα ποτάμια της νοτιοανατολικής Αμερικής και της Κίνας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–