αλεπού


αλεπού
Προφορά

Ετυμολογία
αλεπού μεσαιωνική ελληνική ἀλουπού

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αλεπού

✦ ζώο θηλαστικό σαρκοφάγο
(μτφ. ) άνθρωπος πονηρός, πανούργος
✦ φρ. όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια (αντίστοιχη προς την αρχαία ελληνική αισώπεια φρ. όμφακές εισιν) γι’ αυτούς που προσποιούνται τους αδιάφορους για όσα δεν μπορούν να επιτύχουν – τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; για όσους αναμειγνύονται σε υποθέσεις που δεν τους αφορούν ή για τις οποίες δεν έχουν την απαιτούμενη ειδικότητα ή ικανότητα
✦ το δέρμα, η γούνα της αλεπούς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.