αλήθεια
Προφορά
Ετυμολογία
αλήθεια αρχαία ελληνική ἀλήθεια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αλήθεια
✦ η απόλυτη συμφωνία με την πραγματικότητα: γύμνια είναι κι η αλήθεια και γύμνια κι η ομορφιά (Κ. Παλαμάς)
✦ ό,τι δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: επιστημονική αλήθεια
✦ ως επίρρ. αλήθεια!, αληθινά
✦ κ. ως επιφών. στην αρχή προτάσεως για να δηλωθεί κάτι που έχει λησμονηθεί: αλήθεια, δεν σου ‘πα πως…
✦ φρ. στ’ αλήθεια (κατά τη φρ. στα ψέματα), αληθινά, πραγματικά: φαινόταν στ’ αλήθεια ταραγμένος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αναλήθεια, ανακρίβεια, ψέμα
Επιρρήματα
–