αλέθω
Προφορά
Ετυμολογία
αλέθω μεσαιωνική ελληνική ἀλέθω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αλέθω
✦ αλευροποιώ, μεταβάλλω σε σκόνη (με το μύλο, το γουδί κτλ.)
✦ (μτφ. ) για την πεπτική λειτουργία, μασώ και χωνεύω καλά: γριά γυναίκα, κι όλα τα αλέθει
✦ (παροιμ. φρ.) μπάτε, σκύλοι, αλέστε κι αλεστικά μη δώσετε, για σπίτι, κατάστημα, υπηρεσία κτλ. που κακώς διοικούνται και δεν προστατεύονται τα συμφέροντά τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–