ακόλουθος


ακόλουθος
Προφορά

Ετυμολογία
ακόλουθος αρχαία ελληνική ἀκόλουθος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακόλουθος -η, -ο

✦ ο συνοδός: ακόλουθος του προέδρου
✦ αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος: την ακόλουθη ημέρα αναχωρήσαμε
(μτφ. ) ο σύμφωνος, συνεπής προς κάτι: ήταν ανεξήγητο πώς αυτός ο ακόλουθος των σοσιαλιστικών ιδεωδών, υπέγραψε τέτοια απόφαση
✦ (ως ουσ.) υπαλληλικός βαθμός σε δημόσια υπηρεσία
✦ ειδική θέση σε πρεσβεία: εμπορικός ακόλουθος

Συνώνυμα

Αντίθετα
ανακόλουθος, ασυνεπής
Επιρρήματα
ακόλουθα (Κ ακολούθως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.