ακραίος
Προφορά
Ετυμολογία
ακραίος αρχαία ελληνική ἀκραῖος
Ερμηνεία
ακραίος
✦ -αία, -αίο επίθ. (Κ -αία, -αίον) ο των άκρων, που βρίσκεται στα άκρα: ακραίες περιοχές
✦ ο τελευταίος
✦ (μτφ. ) αυτός που φτάνει στα άκρα, στα τελευταία όρια: υποστηρίζει ακραίες θέσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–