ακούσιος
Προφορά
Ετυμολογία
ακούσιος αρχαία ελληνική ἀκούσιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακούσιος -ια, -ιο
✦ ο παρά τη θέληση ή χωρίς πρόθεση συντελούμενος: ακούσια ενέργεια
Συνώνυμα
αβούλητος, αθέλητος, άθελος
Αντίθετα
εκούσιος, θεληματικός, σκόπιμος
Επιρρήματα
ακούσια (Κ ακουσίως)