ακολουθώ


ακολουθώ
Προφορά

Ετυμολογία
ακολουθώ αρχαία ελληνική ἀκολουθῶ

Ερμηνεία
ρήμα ακολουθώ

✦ έρχομαι μετά από κάποιον: τον ακολούθησε στο γραφείο του υπουργού
✦ (κ. αμτβ.): όντας βυθίσει ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει (Λ. Μαβίλης)
✦ συμμορφώνομαι προς κάτι: ακολουθούσαν τη διδασκαλία του (Γ. Θεοτοκάς)
✦ είμαι οπαδός κάποιου, συμφωνώ με τις αρχές του: όσοι ακολουθούν τον ποιητή σ’ όλα του τα συμπεράσματα (Γ. Σεφέρης)
✦ είμαι οπαδός, θιασώτης θεωρίας ή δόγματος: ακολούθησε τον καθολικισμό
✦ επακολουθώ, απορρέω, έρχομαι ως συνέπεια: με τις συνθήκες που επικράτησαν στις φυλακές ήταν φυσικό να ακολουθήσει η εξέγερση των κρατουμένων
✦ (απρόσ.) ακολουθεί, έπεται συνέχεια (για ανάγνωσμα δημοσιευόμενο τμηματικά)
✦ φρ. ακολουθώ κατά πόδας, παρακολουθώ στενά κάποιον· (κ. μτφ.) μιμούμαι κάποιον – ακολουθώ πιστά, τηρώ: ακολουθεί πιστά την παράδοση

Συνώνυμα
έπομαι
Αντίθετα
προηγούμαι, προπορεύομαι
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.