ακμή
Προφορά
Ετυμολογία
ακμή αρχαία ελληνική ἀκμή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ακμή
✦ το αιχμηρό μέρος κάθε κοπτικού οργάνου, κόψη: η ακμή του ξυραφιού – του μαχαιριού
✦ (μτφ. ) το ανώτατο σημείο, όπου φτάνει η ανάπτυξη, η άνθηση: κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια (Κ. Καβάφης)
✦ ο ανώτατος βαθμός της έντασης: η ακμή της νόσου
✦ μικρή φλύκταινα, σπυράκι, μορφή δερματοπάθειας γνωστή ως «σπυράκια της νεότητας»
✦ (γεωμ.) η ευθεία γραμμή κατά την οποία τέμνονται δύο επιφάνειες στερεού σώματος: ο κύβος έχει δώδεκα ακμές
✦ φρ. επί ξυρού ακμής, στην κόψη του ξυραφιού, σε κρισιμότατο σημείο, σε κίνδυνο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
παρακμή, πτώση
Επιρρήματα
–