ακαδημαϊκός


ακαδημαϊκός
Προφορά

Ετυμολογία
ακαδημαϊκός μεταγενέστερη ελληνική ἀκαδημαϊκός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακαδημαϊκός -ή, -ό

✦ ο της Ακαδημίας, μέλος της Ακαδημίας
✦ ο πανεπιστημιακός, ο σχετικός με την ανώτατη παιδεία: ακαδημαϊκό έτος
✦ ο σύμφωνος με τις αρχές ή τα διδάγματα της Ακαδημίας, επομένως ο κλασικός, ο μη πρωτότυπος
✦ ο χωρίς πρακτική αξία, θεωρητικός: συζητήσεις ακαδημαϊκές
✦ ακαδημαϊκός πολίτης, ο σπουδαστής ανώτατης σχολής
✦ ακαδημαϊκή ελευθερία, η ελευθερία των καθηγητών των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των φοιτητών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους

Συνώνυμα

Αντίθετα
πρωτοποριακός, νεωτεριστικός
Επιρρήματα
ακαδημαϊκά (Κ ακαδημαϊκώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.