αγγελίζω
Προφορά
Ετυμολογία
αγγελίζω άγγελος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αγγελίζω
✦ μοιάζω με άγγελο, είμαι αγαπητός: έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελίζουν άλλοι (δημ. τραγ.)
✦ (μτβ.) δίνω ελεημοσύνη: αγγέλισε όλους τους φτωχούς έξω από την εκκλησία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–