ίλιγγος
Προφορά
Ετυμολογία
ίλιγγος αρχαία ελληνική ἴλιγγος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ίλιγγος
✦ ζάλη, σκοτοδίνη, ψευδαίσθηση περιστροφής των γύρω αντικειμένων, απώλεια της σταθερής επαφής με το έδαφος: το αποσταμένο μου πνεύμα περιδινείται σε ιλίγγου στροβίλισμα (Γ. Βαφόπουλος) – πόσο πολύτιμη προειδοποίηση είν’ ο ίλιγγος του ύψους (Κ. Μόντης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–