ήχος


ήχος
Προφορά

Ετυμολογία
ήχος αρχαία ελληνική ἦχος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ήχος

✦ το αίτιο που ερεθίζει το αισθητήριο της ακοής, καθετί που ακούμε (φωνή, κρότος, φθόγγος)
✦ τρόπος εκτέλεσης εκκλησιαστικών ύμνων: ήχος πλάγιος
✦ φρ. σε ήχο πλάγιο, έμμεσα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.