ήσυχος
Προφορά
Ετυμολογία
ήσυχος αρχαία ελληνική ἥσυχος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ήσυχος -η, -ο
✦ γαλήνιος, ήρεμος
✦ αθόρυβος, σιωπηλός
✦ πράος, ψυχικά ήρεμος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανήσυχος, ταραγμένος, φουρτουνιασμένος ,θορυβώδης ,εκρηκτικός, οξύθυμος
Επιρρήματα
ήσυχα (Κ ησύχως)