ήρωας
Προφορά
Ετυμολογία
ήρωας ἥρωα, αιτιατ. του αρχαίου ελληνικού ἥρως
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ήρωας
✦ άνθρωπος υπέρμετρα γενναίος, που αψηφά οποιονδήποτε κίνδυνο προκειμένου να εκπληρώσει το χρέος του ή να υπηρετήσει την ιδεολογία του: τάγμα εκλεκτών ηρώων, καύχημα νέον (Α. Κάλβος) – οι ήρωες του ’21 – ήρωες της επιστήμης
✦ δράστης συνταρακτικού γεγονότος
✦ το κυριότερο πρόσωπο λογοτεχνικού έργου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–