έντυπος


έντυπος
Προφορά

Ετυμολογία
έντυπος μεταγενέστερη ελληνική ἔντυπος

Ερμηνεία
επίθετο┘ έντυπος -η, -ο

✦ τυπωμένος
✦ το έντυπο(ν) ως ουσ., καθετί που παράγεται με εκτύπωση (βιβλία, φυλλάδια κτλ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.