έλξη


έλξη
Προφορά

Ετυμολογία
έλξη αρχαία ελληνική ἕλξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η έλξη

✦ τράβηγμα
✦ (φυσ.) δύναμη που συγκρατεί τα μόρια της ύλης σε επαφή μεταξύ τους
(μτφ. ) η ελκύουσα δύναμη, γοητεία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.