έλεγχος


έλεγχος
Προφορά

Ετυμολογία
έλεγχος αρχαία ελληνική ἔλεγχος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο έλεγχος

✦ έρευνα για την αλήθεια, την αιτία, την ορθότητα, την ικανότητα, τη λειτουργία αντικειμένων, προσώπων, καταστάσεων, ενεργειών κτλ.: έλεγχος των δημοσίων δαπανών – του βάρους των διαγωνιζομένων
✦ επίκριση, ανασκευή
✦ (ειδ.) βιβλιάριο ή κάρτα, όπου σε τακτά χρονικά διαστήματα, γράφονται οι βαθμοί των μαθητών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.