έλασμα


έλασμα
Προφορά

Ετυμολογία
έλασμα μεταγενέστερη ελληνική ἔλασμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το έλασμα

✦ πλάκα ή φύλλο μετάλλου που σχηματίστηκε με έλαση ή πίεση
✦ (βοταν.) το πλατύ μέρος του φύλλου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.