έκπληκτος
Προφορά
Ετυμολογία
έκπληκτος μεταγενέστερη ελληνική ἔκπληκτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ έκπληκτος -η, -ο
✦ κυριευμένος από έκπληξη, ξαφνιασμένος: τα μεγάλα σαν έκπληκτα μάτια τους που γεμίζανε φως τη ζωή μου (Κ. Καρυωτάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–