έκζεμα


έκζεμα
Προφορά

Ετυμολογία
έκζεμα αρχαία ελληνική ρ. ἐκζέω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το έκζεμα

✦ είδος δερματικής πάθησης που χαρακτηρίζεται κυρίως από την παρουσία φυσαλλίδων και το κοκκίνισμα του δέρματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.