έδαφος


έδαφος
Προφορά

Ετυμολογία
έδαφος αρχαία ελληνική ἔδαφος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το έδαφος

✦ το ανώτατο στρώμα του γήινου φλοιού
(μτφ. ) η προσφερόμενη βάση για την εκτέλεση λειτουργίας, την ανάπτυξη ενέργειας, δραστηριότητας: δεν υπάρχει έδαφος συνεννοήσεως
✦ (ειδ.) το πεδίο, το φόντο εικόνας
✦ φρ. κερδίζω έδαφος, επικρατώ – χάνω έδαφος, υποχωρώ, χάνω την επιρροή μου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.