έγκλιση
Προφορά
Ετυμολογία
έγκλιση αρχαία ελληνική ἔγκλισις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η έγκλιση
✦ (γραμμ.) η αναβίβαση του τόνου στην προηγούμενη λέξη
✦ εγκλίσεις ρήματος, οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους εκφράζεται η σημασία του ρήματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–
ετσι κι ετσι μονο