έγκλημα
Προφορά
Ετυμολογία
έγκλημα αρχαία ελληνική ἔγκλημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το έγκλημα
✦ βαριά παράβαση του γραπτού ή άγραφου νόμου
✦ μεγάλη απερισκεψία, ολέθρια ενέργεια: είναι έγκλημα η αδιαφορία για τα δάση
✦ έγκλημα εσχάτης προδοσίας, εγκληματική πράξη κατά της ασφάλειας της πατρίδας ή του νόμιμου πολιτικού καθεστώτος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–