έγκλεισμα


έγκλεισμα
Προφορά

Ετυμολογία
έγκλεισμα εγκλείω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το έγκλεισμα

✦ στον πληθ. εγκλείσματα, ξένα, φυσικά, υγρά και αέρια σώματα που εγκλείονται στους κρυστάλλους διαφόρων ορυκτών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.