άνεργος


άνεργος
Προφορά

Ετυμολογία
άνεργος αρχαία ελληνική ἄνεργος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άνεργος -η, -ο

✦ αυτός που δεν εργάζεται, που δε βρίσκει δουλειά: ο γέροντας ζούσε τότε θεόφτωχος και άνεργος, προσμένοντας από τα ψυχικά των χωριανών (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
άνεργα (Κ ανέργως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.