άμυαλος


άμυαλος
Προφορά

Ετυμολογία
άμυαλος ἀ στερητικό + μυαλό

Ερμηνεία
επίθετο┘ άμυαλος -η, -ο

✦ αυτός που δεν έχει μυαλό, απερίσκεπτος

Συνώνυμα
άφρων, ασύνετος
Αντίθετα
μυαλωμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.