άμμος
Προφορά
Ετυμολογία
άμμος αρχαία ελληνική ἡ ἄμμος
Ερμηνεία
άμμος
✦ ουσ. σύνολο από μικρούς διαχωρισμένους κόκκους ορυκτών ή πετρωμάτων που σχηματίζονται από τη διαβρωτική ενέργεια της θάλασσας, των ποταμών, των ανέμων και των παγετώνων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–