άμεσος


άμεσος
Προφορά

Ετυμολογία
άμεσος αρχαία ελληνική ἄμεσος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άμεσος -η, -ο

✦ ο συντελούμενος απευθείας, χωρίς μεσολάβηση τρίτου
✦ επείγων, που δεν επιδέχεται αναβολή, χρονοτριβή: απαιτείται άμεση δράση
✦ ο προσεχής, ο επικείμενος: το άμεσο μέλλον

Συνώνυμα

Αντίθετα
έμμεσος
Επιρρήματα
άμεσα (βλ. λ.) (Κ αμέσως) (βλ. λ.)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.