άλλος
Προφορά
Ετυμολογία
άλλος αρχαία ελληνική ἄλλος
Ερμηνεία
άλλος
✦ -η, -ο αόρ. αντων. κ. επίθ. συνήθως σημαίνει διαχωρισμό, επιμερισμό από ένα σύνολο: ο άλλος ξέφυγε
✦ υπόλοιπος: τα άλλα δε μ’ ενδιαφέρουν
✦ διαφορετικός, αλλιώτικος (χωρίς άρθρο): όσο μεγαλώνει γίνεται άλλος άνθρωπος
✦ σε ποικίλες φράσεις: άλλα αντ’ άλλων, λόγια μπερδεμένα, χωρίς νόημα – άλλα των άλλων, ασυναρτησίες – δίχως άλλο, σίγουρα – κάθε άλλο, διόλου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
άλλως