άλικος


άλικος
Προφορά

Ετυμολογία
άλικος └τουρκ┘al (= κόκκινος) + └ελλ┘ κατάλ. -ικος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άλικος -η, -ο

✦ βαθυκόκκινος, φλογάτος: στεφάνι άλικα ρόδα ήταν η θέρμη στο μέτωπό μου ολόγυρα (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.