άθραυστος


άθραυστος
Προφορά

Ετυμολογία
άθραυστος ἀ στερητικό + θραύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ άθραυστος -η, -ο

✦ γερός, δυνατός, που δεν έχει σπάσει ή δεν μπορεί να σπάσει

Συνώνυμα
άθλαστος, αθρυμμάτιστος
Αντίθετα
εύθραυστος
Επιρρήματα
άθραυστα (Κ αθραύστως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.