άθλιος
Προφορά
Ετυμολογία
άθλιος αρχαία ελληνική ἄθλιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άθλιος -ια, -ιο
✦ δυστυχισμένος, αξιολύπητος: Δημιουργέ του κόσμου, πατέρα των αθλίων θνητών (Α. Κάλβος)
✦ φαύλος, ελεεινός: τρισβάρβαρα τα ελληνικά των, οι άθλιοι (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
μηδαμινός, ποταπός, τιποτένιος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
άθλια (Κ αθλίως)