training Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply trainingΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/t/training.mp3{‘treınıŋ} (Ουσιαστικό)● γύμναση● εξάσκηση● εκπαίδευση● προπόνηση └[Εκφράσεις]┘● be in training = είμαι σε φόρμα Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση