training


training
Προφορά

{‘treınıŋ}

(Ουσιαστικό)
● γύμναση
● εξάσκηση
● εκπαίδευση
● προπόνηση

└[Εκφράσεις]┘
● be in training = είμαι σε φόρμα

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.