thrifty


thrifty
Προφορά

{‘ɵrıftı}

(Ουσιαστικό)
● οικονόμος

(Επίθετο)
● ευδοκιμών
● εύπορος
● λιτός
● οικονομικός
● φειδωλός

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.