probe Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply probeΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/probe.mp3{prəʋb} (Ουσιαστικό)● επιμελής εξέταση● καθετήρας● καθετήρ (Ρήμα)● εξετάζω καλώς● καθετηριάζω● διερευνώ Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση