probe


probe
Προφορά

{prəʋb}

(Ουσιαστικό)
● επιμελής εξέταση
● καθετήρας
● καθετήρ

(Ρήμα)
● εξετάζω καλώς
● καθετηριάζω
● διερευνώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.