probate


probate
Προφορά

{‘prəʋbeıt}

(Ουσιαστικό)
● έλεγχος διαθήκης
● επικύρωση
● επικύρωση διαθήκης

(Ρήμα)
● ελέγχω διαθήκην
● διαπιστώ διαθήκην

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.