probate Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply probateΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/probate.mp3{‘prəʋbeıt} (Ουσιαστικό)● έλεγχος διαθήκης● επικύρωση● επικύρωση διαθήκης (Ρήμα)● ελέγχω διαθήκην● διαπιστώ διαθήκην Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση