partial


partial
Προφορά

{‘pɑ:rʃəl}

(Επίθετο)
● μερικός
● μεροληπτικός
● χαριστικός

└[Εκφράσεις]┘
● be partial = μεροληπτώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.